Jump to content

ακτιβίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακτιβίστρια (aktivístriaf (plural ακτιβίστριες, masculine ακτιβιστής)

  1. (politics) activist

Declension

[edit]
Declension of ακτιβίστρια
singular plural
nominative ακτιβίστρια (aktivístria) ακτιβίστριες (aktivístries)
genitive ακτιβίστριας (aktivístrias) ακτιβιστριών (aktivistrión)
accusative ακτιβίστρια (aktivístria) ακτιβίστριες (aktivístries)
vocative ακτιβίστρια (aktivístria) ακτιβίστριες (aktivístries)
[edit]