Jump to content

ακταίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακταίος (aktaíosm (feminine ακτοπλοϊκή, neuter ακτοπλοϊκό)

  1. of the shore, littoral, coastal

Declension

[edit]
Declension of ακταίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακταίος (aktaíos) ακταία (aktaía) ακταίο (aktaío) ακταίοι (aktaíoi) ακταίες (aktaíes) ακταία (aktaía)
genitive ακταίου (aktaíou) ακταίας (aktaías) ακταίου (aktaíou) ακταίων (aktaíon) ακταίων (aktaíon) ακταίων (aktaíon)
accusative ακταίο (aktaío) ακταία (aktaía) ακταίο (aktaío) ακταίους (aktaíous) ακταίες (aktaíes) ακταία (aktaía)
vocative ακταίε (aktaíe) ακταία (aktaía) ακταίο (aktaío) ακταίοι (aktaíoi) ακταίες (aktaíes) ακταία (aktaía)

Synonyms

[edit]
[edit]