Jump to content

ακτήμων

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακτήμων (aktímonm (feminine ακτήμων, neuter ακτήμον)

  1. landless

Declension

[edit]
Declension of ακτήμων
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτήμων (aktímon) ακτήμων (aktímon) ακτήμον (aktímon) ακτήμονες (aktímones) ακτήμονες (aktímones) ακτήμονα (aktímona)
genitive ακτήμονος (aktímonos) ακτήμονος (aktímonos) ακτήμονος (aktímonos) ακτημόνων (aktimónon) ακτημόνων (aktimónon) ακτημόνων (aktimónon)
accusative ακτήμονα (aktímona) ακτήμονα (aktímona) ακτήμον (aktímon) ακτήμονες (aktímones) ακτήμονες (aktímones) ακτήμονα (aktímona)
vocative ακτήμων (aktímon)
ακτήμονα (aktímona)
ακτήμων (aktímon) ακτήμον (aktímon) ακτήμονες (aktímones) ακτήμονες (aktímones) ακτήμονα (aktímona)
[edit]