Jump to content

ακτένιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀκτένιστος (akténistos).

Adjective

[edit]

ακτένιστος (akténistosm (feminine ακτένιστη, neuter ακτένιστο)

  1. Alternative form of αχτένιστος (achténistos)

Declension

[edit]
Declension of ακτένιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτένιστος (akténistos) ακτένιστη (akténisti) ακτένιστο (akténisto) ακτένιστοι (akténistoi) ακτένιστες (akténistes) ακτένιστα (akténista)
genitive ακτένιστου (akténistou) ακτένιστης (akténistis) ακτένιστου (akténistou) ακτένιστων (akténiston) ακτένιστων (akténiston) ακτένιστων (akténiston)
accusative ακτένιστο (akténisto) ακτένιστη (akténisti) ακτένιστο (akténisto) ακτένιστους (akténistous) ακτένιστες (akténistes) ακτένιστα (akténista)
vocative ακτένιστε (akténiste) ακτένιστη (akténisti) ακτένιστο (akténisto) ακτένιστοι (akténistoi) ακτένιστες (akténistes) ακτένιστα (akténista)