ακροστόλι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ακροστόλι • (akrostóli) n (plural ακροστόλια)
- Alternative form of ακροστόλιο (akrostólio)
Declension
[edit]Declension of ακροστόλι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακροστόλι • | ακροστόλια • |
genitive | ακροστολίου • | ακροστολίων • |
accusative | ακροστόλι • | ακροστόλια • |
vocative | ακροστόλι • | ακροστόλια • |