ακρογωνιαίος λίθος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ακρογωνιαίος λίθος • (akrogoniaíos líthos) m (plural ακρογωνιαίοι λίθοι)
- (architecture) cornerstone, quoin
- (figuratively) mainstay, something fundamental
- Η αγάπη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικογένειας.
- I agápi eínai o akrogoniaíos líthos tis oikogéneias.
- Love is the cornerstone of the family
Declension
[edit]- see: ακρογωνιαίος (akrogoniaíos) and λίθος (líthos)