ακροβάτισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ακροβάτισσα • (akrovátissa) f (plural ακροβάτισσες, masculine ακροβάτης)
Declension
[edit]Declension of ακροβάτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακροβάτισσα • | ακροβάτισσες • |
genitive | ακροβάτισσας • | ακροβατισσών • |
accusative | ακροβάτισσα • | ακροβάτισσες • |
vocative | ακροβάτισσα • | ακροβάτισσες • |
Related terms
[edit]- see: ακροβασία f (akrovasía, “acrobatics”)