Jump to content

ακράτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακράτητος (akrátitosm (feminine ακράτητη, neuter ακράτητο)

  1. unrestrained, impetuous

Declension

[edit]
Declension of ακράτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακράτητος (akrátitos) ακράτητη (akrátiti) ακράτητο (akrátito) ακράτητοι (akrátitoi) ακράτητες (akrátites) ακράτητα (akrátita)
genitive ακράτητου (akrátitou) ακράτητης (akrátitis) ακράτητου (akrátitou) ακράτητων (akrátiton) ακράτητων (akrátiton) ακράτητων (akrátiton)
accusative ακράτητο (akrátito) ακράτητη (akrátiti) ακράτητο (akrátito) ακράτητους (akrátitous) ακράτητες (akrátites) ακράτητα (akrátita)
vocative ακράτητε (akrátite) ακράτητη (akrátiti) ακράτητο (akrátito) ακράτητοι (akrátitoi) ακράτητες (akrátites) ακράτητα (akrátita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακράτητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακράτητος, etc.)

[edit]