From Wiktionary, the free dictionary
ακουόμετρο • (akouómetro) n
- Misconstruction of ακοόμετρο (akoómetro) audiometer
- From false etymology ακού(ω) (“I hear”) + -ο- + μέτρο,
- the correct being ακο(ή) (“hearing”) + -ο- + μέτρο (“measure, meter”) > ακοόμετρο