Jump to content

ακουόγραμμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακουόγραμμα (akouógramman (plural ακουογράμματα)

  1. Misconstruction of ακοόγραμμα (akoógramma) audiogram
    From false etymology ακού(ω) (I hear) + -ο- + γράμμα,
    the correct being ακο(ή) (hearing) + -ο- + γράμμα (letter) > ακοόγραμμα