Jump to content

ακοτυλήδονος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακοτυλήδονος (akotylídonosm (feminine ακοτυλήδονη, neuter ακοτυλήδονο)

  1. (botany) acotyledonous, cryptogamous

Declension

[edit]
Declension of ακοτυλήδονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακοτυλήδονος (akotylídonos) ακοτυλήδονη (akotylídoni) ακοτυλήδονο (akotylídono) ακοτυλήδονοι (akotylídonoi) ακοτυλήδονες (akotylídones) ακοτυλήδονα (akotylídona)
genitive ακοτυλήδονου (akotylídonou) ακοτυλήδονης (akotylídonis) ακοτυλήδονου (akotylídonou) ακοτυλήδονων (akotylídonon) ακοτυλήδονων (akotylídonon) ακοτυλήδονων (akotylídonon)
accusative ακοτυλήδονο (akotylídono) ακοτυλήδονη (akotylídoni) ακοτυλήδονο (akotylídono) ακοτυλήδονους (akotylídonous) ακοτυλήδονες (akotylídones) ακοτυλήδονα (akotylídona)
vocative ακοτυλήδονε (akotylídone) ακοτυλήδονη (akotylídoni) ακοτυλήδονο (akotylídono) ακοτυλήδονοι (akotylídonoi) ακοτυλήδονες (akotylídones) ακοτυλήδονα (akotylídona)
[edit]