Jump to content

ακορντεονίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακορντεονίστρια (akornteonístriaf (plural ακορντεονίστριες, masculine ακορντεονίστας)

  1. accordionist

Declension

[edit]
Declension of ακορντεονίστρια
singular plural
nominative ακορντεονίστρια (akornteonístria) ακορντεονίστριες (akornteonístries)
genitive ακορντεονίστριας (akornteonístrias) ακορντεονιστριών (akornteonistrión)
accusative ακορντεονίστρια (akornteonístria) ακορντεονίστριες (akornteonístries)
vocative ακορντεονίστρια (akornteonístria) ακορντεονίστριες (akornteonístries)