Jump to content

ακοομετρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακοομετρικός (akoometrikósm (feminine ακοομετρική, neuter ακοομετρικό)

  1. (medicine) audiometric

Declension

[edit]
Declension of ακοομετρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακοομετρικός (akoometrikós) ακοομετρική (akoometrikí) ακοομετρικό (akoometrikó) ακοομετρικοί (akoometrikoí) ακοομετρικές (akoometrikés) ακοομετρικά (akoometriká)
genitive ακοομετρικού (akoometrikoú) ακοομετρικής (akoometrikís) ακοομετρικού (akoometrikoú) ακοομετρικών (akoometrikón) ακοομετρικών (akoometrikón) ακοομετρικών (akoometrikón)
accusative ακοομετρικό (akoometrikó) ακοομετρική (akoometrikí) ακοομετρικό (akoometrikó) ακοομετρικούς (akoometrikoús) ακοομετρικές (akoometrikés) ακοομετρικά (akoometriká)
vocative ακοομετρικέ (akoometriké) ακοομετρική (akoometrikí) ακοομετρικό (akoometrikó) ακοομετρικοί (akoometrikoí) ακοομετρικές (akoometrikés) ακοομετρικά (akoometriká)
[edit]