Jump to content

ακομμάτιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακομμάτιστος (akommátistosm (feminine ακομμάτιστη, neuter ακομμάτιστο)

  1. impartial, nonpartisan

Declension

[edit]
Declension of ακομμάτιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακομμάτιστος (akommátistos) ακομμάτιστη (akommátisti) ακομμάτιστο (akommátisto) ακομμάτιστοι (akommátistoi) ακομμάτιστες (akommátistes) ακομμάτιστα (akommátista)
genitive ακομμάτιστου (akommátistou) ακομμάτιστης (akommátistis) ακομμάτιστου (akommátistou) ακομμάτιστων (akommátiston) ακομμάτιστων (akommátiston) ακομμάτιστων (akommátiston)
accusative ακομμάτιστο (akommátisto) ακομμάτιστη (akommátisti) ακομμάτιστο (akommátisto) ακομμάτιστους (akommátistous) ακομμάτιστες (akommátistes) ακομμάτιστα (akommátista)
vocative ακομμάτιστε (akommátiste) ακομμάτιστη (akommátisti) ακομμάτιστο (akommátisto) ακομμάτιστοι (akommátistoi) ακομμάτιστες (akommátistes) ακομμάτιστα (akommátista)

See also

[edit]