Jump to content

ακοίταχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακοίταχτος (akoítachtosm (feminine ακοίταχτη, neuter ακοίταχτο)

  1. neglected, uncared for
  2. unchecked, neglected

Declension

[edit]
Declension of ακοίταχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακοίταχτος (akoítachtos) ακοίταχτη (akoítachti) ακοίταχτο (akoítachto) ακοίταχτοι (akoítachtoi) ακοίταχτες (akoítachtes) ακοίταχτα (akoítachta)
genitive ακοίταχτου (akoítachtou) ακοίταχτης (akoítachtis) ακοίταχτου (akoítachtou) ακοίταχτων (akoítachton) ακοίταχτων (akoítachton) ακοίταχτων (akoítachton)
accusative ακοίταχτο (akoítachto) ακοίταχτη (akoítachti) ακοίταχτο (akoítachto) ακοίταχτους (akoítachtous) ακοίταχτες (akoítachtes) ακοίταχτα (akoítachta)
vocative ακοίταχτε (akoítachte) ακοίταχτη (akoítachti) ακοίταχτο (akoítachto) ακοίταχτοι (akoítachtoi) ακοίταχτες (akoítachtes) ακοίταχτα (akoítachta)