Jump to content

ακλυδώνιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακλυδώνιστος (aklydónistosm (feminine ακλυδώνιστη, neuter ακλυδώνιστο)

  1. unrocked, unswaying, stable, not wobbling

Declension

[edit]
Declension of ακλυδώνιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακλυδώνιστος (aklydónistos) ακλυδώνιστη (aklydónisti) ακλυδώνιστο (aklydónisto) ακλυδώνιστοι (aklydónistoi) ακλυδώνιστες (aklydónistes) ακλυδώνιστα (aklydónista)
genitive ακλυδώνιστου (aklydónistou) ακλυδώνιστης (aklydónistis) ακλυδώνιστου (aklydónistou) ακλυδώνιστων (aklydóniston) ακλυδώνιστων (aklydóniston) ακλυδώνιστων (aklydóniston)
accusative ακλυδώνιστο (aklydónisto) ακλυδώνιστη (aklydónisti) ακλυδώνιστο (aklydónisto) ακλυδώνιστους (aklydónistous) ακλυδώνιστες (aklydónistes) ακλυδώνιστα (aklydónista)
vocative ακλυδώνιστε (aklydóniste) ακλυδώνιστη (aklydónisti) ακλυδώνιστο (aklydónisto) ακλυδώνιστοι (aklydónistoi) ακλυδώνιστες (aklydónistes) ακλυδώνιστα (aklydónista)
[edit]