ακηλίδωτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακηλίδωτος • (akilídotos) m (feminine ακηλίδωτη, neuter ακηλίδωτο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακηλίδωτος (akilídotos) | ακηλίδωτη (akilídoti) | ακηλίδωτο (akilídoto) | ακηλίδωτοι (akilídotoi) | ακηλίδωτες (akilídotes) | ακηλίδωτα (akilídota) | |
genitive | ακηλίδωτου (akilídotou) | ακηλίδωτης (akilídotis) | ακηλίδωτου (akilídotou) | ακηλίδωτων (akilídoton) | ακηλίδωτων (akilídoton) | ακηλίδωτων (akilídoton) | |
accusative | ακηλίδωτο (akilídoto) | ακηλίδωτη (akilídoti) | ακηλίδωτο (akilídoto) | ακηλίδωτους (akilídotous) | ακηλίδωτες (akilídotes) | ακηλίδωτα (akilídota) | |
vocative | ακηλίδωτε (akilídote) | ακηλίδωτη (akilídoti) | ακηλίδωτο (akilídoto) | ακηλίδωτοι (akilídotoi) | ακηλίδωτες (akilídotes) | ακηλίδωτα (akilídota) |