ακετυλοσαλικυλικό οξύ
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ακετυλοσαλικυλικό οξύ • (aketylosalikylikó oxý) n (uncountable)
Synonyms
[edit]- ασπιρίνη f (aspiríni, “aspirin”)
Further reading
[edit]- Ασπιρίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ακετυλοσαλικυλικό οξύ • (aketylosalikylikó oxý) n (uncountable)