Jump to content

ακαταμάχητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ακαταμάχητος (akatamáchitosm (feminine ακαταμάχητη, neuter ακαταμάχητο)

  1. irresistible; unconquerable
    Synonym: απροσμάχητος (aprosmáchitos)
    ακαταμάχητη γοητείαakatamáchiti goïteíairresistible charm
  2. irrefutable

Declension

[edit]
Declension of ακαταμάχητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαταμάχητος (akatamáchitos) ακαταμάχητη (akatamáchiti) ακαταμάχητο (akatamáchito) ακαταμάχητοι (akatamáchitoi) ακαταμάχητες (akatamáchites) ακαταμάχητα (akatamáchita)
genitive ακαταμάχητου (akatamáchitou) ακαταμάχητης (akatamáchitis) ακαταμάχητου (akatamáchitou) ακαταμάχητων (akatamáchiton) ακαταμάχητων (akatamáchiton) ακαταμάχητων (akatamáchiton)
accusative ακαταμάχητο (akatamáchito) ακαταμάχητη (akatamáchiti) ακαταμάχητο (akatamáchito) ακαταμάχητους (akatamáchitous) ακαταμάχητες (akatamáchites) ακαταμάχητα (akatamáchita)
vocative ακαταμάχητε (akatamáchite) ακαταμάχητη (akatamáchiti) ακαταμάχητο (akatamáchito) ακαταμάχητοι (akatamáchitoi) ακαταμάχητες (akatamáchites) ακαταμάχητα (akatamáchita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαταμάχητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαταμάχητος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]