Jump to content

ακαταλόγιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακαταλόγιστος (akatalógistosm (feminine ακαταλόγιστη, neuter ακαταλόγιστο)

  1. not responsible
  2. irresponsible

Declension

[edit]
Declension of ακαταλόγιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαταλόγιστος (akatalógistos) ακαταλόγιστη (akatalógisti) ακαταλόγιστο (akatalógisto) ακαταλόγιστοι (akatalógistoi) ακαταλόγιστες (akatalógistes) ακαταλόγιστα (akatalógista)
genitive ακαταλόγιστου (akatalógistou) ακαταλόγιστης (akatalógistis) ακαταλόγιστου (akatalógistou) ακαταλόγιστων (akatalógiston) ακαταλόγιστων (akatalógiston) ακαταλόγιστων (akatalógiston)
accusative ακαταλόγιστο (akatalógisto) ακαταλόγιστη (akatalógisti) ακαταλόγιστο (akatalógisto) ακαταλόγιστους (akatalógistous) ακαταλόγιστες (akatalógistes) ακαταλόγιστα (akatalógista)
vocative ακαταλόγιστε (akatalógiste) ακαταλόγιστη (akatalógisti) ακαταλόγιστο (akatalógisto) ακαταλόγιστοι (akatalógistoi) ακαταλόγιστες (akatalógistes) ακαταλόγιστα (akatalógista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαταλόγιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαταλόγιστος, etc.)

[edit]