Jump to content

ακατήχητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακατήχητος (akatíchitosm (feminine ακατήχητη, neuter ακατήχητο)

  1. (religion) not catechised (UK), not catechized (US)
  2. uninitiated

Declension

[edit]
Declension of ακατήχητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατήχητος (akatíchitos) ακατήχητη (akatíchiti) ακατήχητο (akatíchito) ακατήχητοι (akatíchitoi) ακατήχητες (akatíchites) ακατήχητα (akatíchita)
genitive ακατήχητου (akatíchitou) ακατήχητης (akatíchitis) ακατήχητου (akatíchitou) ακατήχητων (akatíchiton) ακατήχητων (akatíchiton) ακατήχητων (akatíchiton)
accusative ακατήχητο (akatíchito) ακατήχητη (akatíchiti) ακατήχητο (akatíchito) ακατήχητους (akatíchitous) ακατήχητες (akatíchites) ακατήχητα (akatíchita)
vocative ακατήχητε (akatíchite) ακατήχητη (akatíchiti) ακατήχητο (akatíchito) ακατήχητοι (akatíchitoi) ακατήχητες (akatíchites) ακατήχητα (akatíchita)