ακατάλυτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακατάλυτος (akatálytosm (feminine ακατάλυτη, neuter ακατάλυτος)

  1. enduring, indissoluble
  2. unshakeable, firm

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατάλυτος (akatálytos) ακατάλυτη (akatályti) ακατάλυτο (akatályto) ακατάλυτοι (akatálytoi) ακατάλυτες (akatálytes) ακατάλυτα (akatályta)
genitive ακατάλυτου (akatálytou) ακατάλυτης (akatálytis) ακατάλυτου (akatálytou) ακατάλυτων (akatályton) ακατάλυτων (akatályton) ακατάλυτων (akatályton)
accusative ακατάλυτο (akatályto) ακατάλυτη (akatályti) ακατάλυτο (akatályto) ακατάλυτους (akatálytous) ακατάλυτες (akatálytes) ακατάλυτα (akatályta)
vocative ακατάλυτε (akatályte) ακατάλυτη (akatályti) ακατάλυτο (akatályto) ακατάλυτοι (akatálytoi) ακατάλυτες (akatálytes) ακατάλυτα (akatályta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάλυτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάλυτος, etc.)