ακατάλυτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακατάλυτος • (akatálytos) m (feminine ακατάλυτη, neuter ακατάλυτος)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακατάλυτος (akatálytos) | ακατάλυτη (akatályti) | ακατάλυτο (akatályto) | ακατάλυτοι (akatálytoi) | ακατάλυτες (akatálytes) | ακατάλυτα (akatályta) | |
genitive | ακατάλυτου (akatálytou) | ακατάλυτης (akatálytis) | ακατάλυτου (akatálytou) | ακατάλυτων (akatályton) | ακατάλυτων (akatályton) | ακατάλυτων (akatályton) | |
accusative | ακατάλυτο (akatályto) | ακατάλυτη (akatályti) | ακατάλυτο (akatályto) | ακατάλυτους (akatálytous) | ακατάλυτες (akatálytes) | ακατάλυτα (akatályta) | |
vocative | ακατάλυτε (akatályte) | ακατάλυτη (akatályti) | ακατάλυτο (akatályto) | ακατάλυτοι (akatálytoi) | ακατάλυτες (akatálytes) | ακατάλυτα (akatályta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάλυτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάλυτος, etc.)