ακαρύκευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακαρύκευτος • (akarýkeftos) m (feminine ακαρύκευτη, neuter ακαρύκευτο)
- (cooking) unseasoned, flavourless (UK), flavorless (US)
- plain, bland
- (figuratively) unadorned
Declension
[edit]Declension of ακαρύκευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαρύκευτος • | ακαρύκευτη • | ακαρύκευτο • | ακαρύκευτοι • | ακαρύκευτες • | ακαρύκευτα • |
genitive | ακαρύκευτου • | ακαρύκευτης • | ακαρύκευτου • | ακαρύκευτων • | ακαρύκευτων • | ακαρύκευτων • |
accusative | ακαρύκευτο • | ακαρύκευτη • | ακαρύκευτο • | ακαρύκευτους • | ακαρύκευτες • | ακαρύκευτα • |
vocative | ακαρύκευτε • | ακαρύκευτη • | ακαρύκευτο • | ακαρύκευτοι • | ακαρύκευτες • | ακαρύκευτα • |