ακαπίστρωτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακαπίστρωτος • (akapístrotos) m (feminine ακαπίστρωτη, neuter ακαπίστρωτο)
- (equestrianism) unbridled, without a bridle or halter
- (figuratively) unbridled, unchecked, without control
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαπίστρωτος (akapístrotos) | ακαπίστρωτη (akapístroti) | ακαπίστρωτο (akapístroto) | ακαπίστρωτοι (akapístrotoi) | ακαπίστρωτες (akapístrotes) | ακαπίστρωτα (akapístrota) | |
genitive | ακαπίστρωτου (akapístrotou) | ακαπίστρωτης (akapístrotis) | ακαπίστρωτου (akapístrotou) | ακαπίστρωτων (akapístroton) | ακαπίστρωτων (akapístroton) | ακαπίστρωτων (akapístroton) | |
accusative | ακαπίστρωτο (akapístroto) | ακαπίστρωτη (akapístroti) | ακαπίστρωτο (akapístroto) | ακαπίστρωτους (akapístrotous) | ακαπίστρωτες (akapístrotes) | ακαπίστρωτα (akapístrota) | |
vocative | ακαπίστρωτε (akapístrote) | ακαπίστρωτη (akapístroti) | ακαπίστρωτο (akapístroto) | ακαπίστρωτοι (akapístrotoi) | ακαπίστρωτες (akapístrotes) | ακαπίστρωτα (akapístrota) |
Related terms
[edit]- καπίστρι n (kapístri, “halter”)