ακαθέλκυστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακαθέλκυστος • (akathélkystos) m (feminine ακαθέλκυστη, neuter ακαθέλκυστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαθέλκυστος (akathélkystos) | ακαθέλκυστη (akathélkysti) | ακαθέλκυστο (akathélkysto) | ακαθέλκυστοι (akathélkystoi) | ακαθέλκυστες (akathélkystes) | ακαθέλκυστα (akathélkysta) | |
genitive | ακαθέλκυστου (akathélkystou) | ακαθέλκυστης (akathélkystis) | ακαθέλκυστου (akathélkystou) | ακαθέλκυστων (akathélkyston) | ακαθέλκυστων (akathélkyston) | ακαθέλκυστων (akathélkyston) | |
accusative | ακαθέλκυστο (akathélkysto) | ακαθέλκυστη (akathélkysti) | ακαθέλκυστο (akathélkysto) | ακαθέλκυστους (akathélkystous) | ακαθέλκυστες (akathélkystes) | ακαθέλκυστα (akathélkysta) | |
vocative | ακαθέλκυστε (akathélkyste) | ακαθέλκυστη (akathélkysti) | ακαθέλκυστο (akathélkysto) | ακαθέλκυστοι (akathélkystoi) | ακαθέλκυστες (akathélkystes) | ακαθέλκυστα (akathélkysta) |
Related terms
[edit]- καθελκύω (kathelkýo, “to launch”)