ακέντητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακέντητος (akéntitosm (feminine ακέντητη, neuter ακέντητ)

  1. (sewing) unembroidered

Declension

[edit]
Declension of ακέντητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακέντητος (akéntitos) ακέντητη (akéntiti) ακέντητο (akéntito) ακέντητοι (akéntitoi) ακέντητες (akéntites) ακέντητα (akéntita)
genitive ακέντητου (akéntitou) ακέντητης (akéntitis) ακέντητου (akéntitou) ακέντητων (akéntiton) ακέντητων (akéntiton) ακέντητων (akéntiton)
accusative ακέντητο (akéntito) ακέντητη (akéntiti) ακέντητο (akéntito) ακέντητους (akéntitous) ακέντητες (akéntites) ακέντητα (akéntita)
vocative ακέντητε (akéntite) ακέντητη (akéntiti) ακέντητο (akéntito) ακέντητοι (akéntitoi) ακέντητες (akéntites) ακέντητα (akéntita)
[edit]