ακάματος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀκάματος (akámatos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ακάματος • (akámatos) m (feminine ακάματη, neuter ακάματο)
- tireless, indefatigable
- Synonym: ακούραστος (akoúrastos)
Declension
[edit]Declension of ακάματος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακάματος • | ακάματη • | ακάματο • | ακάματοι • | ακάματες • | ακάματα • |
genitive | ακάματου • | ακάματης • | ακάματου • | ακάματων • | ακάματων • | ακάματων • |
accusative | ακάματο • | ακάματη • | ακάματο • | ακάματους • | ακάματες • | ακάματα • |
vocative | ακάματε • | ακάματη • | ακάματο • | ακάματοι • | ακάματες • | ακάματα • |
Antonyms
[edit]- compare with: ακαμάτης m (akamátis, “idler, lazybones”)