Jump to content

ακάλτσωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακάλτσωτος (akáltsotosm (feminine ακάλτσωτη, neuter ακάλτσωτο)

  1. barelegged, stockingless

Declension

[edit]
Declension of ακάλτσωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακάλτσωτος (akáltsotos) ακάλτσωτη (akáltsoti) ακάλτσωτο (akáltsoto) ακάλτσωτοι (akáltsotoi) ακάλτσωτες (akáltsotes) ακάλτσωτα (akáltsota)
genitive ακάλτσωτου (akáltsotou) ακάλτσωτης (akáltsotis) ακάλτσωτου (akáltsotou) ακάλτσωτων (akáltsoton) ακάλτσωτων (akáltsoton) ακάλτσωτων (akáltsoton)
accusative ακάλτσωτο (akáltsoto) ακάλτσωτη (akáltsoti) ακάλτσωτο (akáltsoto) ακάλτσωτους (akáltsotous) ακάλτσωτες (akáltsotes) ακάλτσωτα (akáltsota)
vocative ακάλτσωτε (akáltsote) ακάλτσωτη (akáltsoti) ακάλτσωτο (akáltsoto) ακάλτσωτοι (akáltsotoi) ακάλτσωτες (akáltsotes) ακάλτσωτα (akáltsota)
[edit]