αισχύλειος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αισχύλειος (aischýleiosm (feminine αισχύλεια, neuter αισχύλειο)

  1. Aeschylean

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχύλειος (aischýleios) αισχύλεια (aischýleia) αισχύλειο (aischýleio) αισχύλειοι (aischýleioi) αισχύλειες (aischýleies) αισχύλεια (aischýleia)
genitive αισχύλειου (aischýleiou) αισχύλειας (aischýleias) αισχύλειου (aischýleiou) αισχύλειων (aischýleion) αισχύλειων (aischýleion) αισχύλειων (aischýleion)
accusative αισχύλειο (aischýleio) αισχύλεια (aischýleia) αισχύλειο (aischýleio) αισχύλειους (aischýleious) αισχύλειες (aischýleies) αισχύλεια (aischýleia)
vocative αισχύλειε (aischýleie) αισχύλεια (aischýleia) αισχύλειο (aischýleio) αισχύλειοι (aischýleioi) αισχύλειες (aischýleies) αισχύλεια (aischýleia)
[edit]