Jump to content

αισχυντηλός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αισχυντηλός (aischyntilósm (feminine αισχυντηλή, neuter αισχυντηλό)

  1. ashamed
  2. shameful

Declension

[edit]
Declension of αισχυντηλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχυντηλός (aischyntilós) αισχυντηλή (aischyntilí) αισχυντηλό (aischyntiló) αισχυντηλοί (aischyntiloí) αισχυντηλές (aischyntilés) αισχυντηλά (aischyntilá)
genitive αισχυντηλού (aischyntiloú) αισχυντηλής (aischyntilís) αισχυντηλού (aischyntiloú) αισχυντηλών (aischyntilón) αισχυντηλών (aischyntilón) αισχυντηλών (aischyntilón)
accusative αισχυντηλό (aischyntiló) αισχυντηλή (aischyntilí) αισχυντηλό (aischyntiló) αισχυντηλούς (aischyntiloús) αισχυντηλές (aischyntilés) αισχυντηλά (aischyntilá)
vocative αισχυντηλέ (aischyntilé) αισχυντηλή (aischyntilí) αισχυντηλό (aischyntiló) αισχυντηλοί (aischyntiloí) αισχυντηλές (aischyntilés) αισχυντηλά (aischyntilá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισχυντηλός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισχυντηλός, etc.)

[edit]