αισιοδοξία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αισιοδοξία • (aisiodoxía) f (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | αισιοδοξία (aisiodoxía) |
genitive | αισιοδοξίας (aisiodoxías) |
accusative | αισιοδοξία (aisiodoxía) |
vocative | αισιοδοξία (aisiodoxía) |
Related terms
[edit]- αισιόδοξος m (aisiódoxos, “optimist”, noun)
- αισιόδοξος (aisiódoxos, “optimistic”, adjective)
- αισιόδοξη f (aisiódoxi, “optimist”)
- αισιοδοξώ (aisiodoxó, “to be optimistic”)
- αισιοδοξώς (aisiodoxós, “optimistically”)