Jump to content

αισθητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek αἰσθητός (aisthētós), related to αἰσθάνομαι (aisthánomai, to perceive, understand).

Adjective

[edit]

αισθητός (aisthitósm (feminine αισθητή, neuter αισθητό)

  1. tactile, sensible, perceptible
  2. significant, marked, noteworthy

Declension

[edit]
Declension of αισθητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισθητός (aisthitós) αισθητή (aisthití) αισθητό (aisthitó) αισθητοί (aisthitoí) αισθητές (aisthités) αισθητά (aisthitá)
genitive αισθητού (aisthitoú) αισθητής (aisthitís) αισθητού (aisthitoú) αισθητών (aisthitón) αισθητών (aisthitón) αισθητών (aisthitón)
accusative αισθητό (aisthitó) αισθητή (aisthití) αισθητό (aisthitó) αισθητούς (aisthitoús) αισθητές (aisthités) αισθητά (aisthitá)
vocative αισθητέ (aisthité) αισθητή (aisthití) αισθητό (aisthitó) αισθητοί (aisthitoí) αισθητές (aisthités) αισθητά (aisthitá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθητός, etc.)

[edit]