Jump to content

αισθητοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αισθητοποίηση (aisthitopoíisif (plural αισθητοποιήσεις)

  1. a lucid presentation appealing particularly to the senses

Declension

[edit]
Declension of αισθητοποίηση
singular plural
nominative αισθητοποίηση (aisthitopoíisi) αισθητοποιήσεις (aisthitopoiíseis)
genitive αισθητοποίησης (aisthitopoíisis) αισθητοποιήσεων (aisthitopoiíseon)
accusative αισθητοποίηση (aisthitopoíisi) αισθητοποιήσεις (aisthitopoiíseis)
vocative αισθητοποίηση (aisthitopoíisi) αισθητοποιήσεις (aisthitopoiíseis)

Older or formal genitive singular: αισθητοποιήσεως (aisthitopoiíseos)

[edit]