Jump to content

αισθητηριακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αισθητηριακός (aisthitiriakósm (feminine αισθητηριακή, neuter αισθητηριακό)

  1. sensory

Declension

[edit]
Declension of αισθητηριακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισθητηριακός (aisthitiriakós) αισθητηριακή (aisthitiriakí) αισθητηριακό (aisthitiriakó) αισθητηριακοί (aisthitiriakoí) αισθητηριακές (aisthitiriakés) αισθητηριακά (aisthitiriaká)
genitive αισθητηριακού (aisthitiriakoú) αισθητηριακής (aisthitiriakís) αισθητηριακού (aisthitiriakoú) αισθητηριακών (aisthitiriakón) αισθητηριακών (aisthitiriakón) αισθητηριακών (aisthitiriakón)
accusative αισθητηριακό (aisthitiriakó) αισθητηριακή (aisthitiriakí) αισθητηριακό (aisthitiriakó) αισθητηριακούς (aisthitiriakoús) αισθητηριακές (aisthitiriakés) αισθητηριακά (aisthitiriaká)
vocative αισθητηριακέ (aisthitiriaké) αισθητηριακή (aisthitiriakí) αισθητηριακό (aisthitiriakó) αισθητηριακοί (aisthitiriakoí) αισθητηριακές (aisthitiriakés) αισθητηριακά (aisthitiriaká)

Synonyms

[edit]
[edit]