αισθητήριο όργανο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αισθητήριο όργανο • (aisthitírio órgano) n (plural αισθητήρια όργανα)
Declension
[edit]- see: αισθητήριος (aisthitírios) and όργανο (órgano)
αισθητήριο όργανο • (aisthitírio órgano) n (plural αισθητήρια όργανα)