αισθησιαρχικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αισθησιαρχικός (aisthisiarchikósm (feminine αισθησιαρχική, neuter αισθησιαρχικό)

  1. (philosophy) sensualist, sensualistic

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισθησιαρχικός (aisthisiarchikós) αισθησιαρχική (aisthisiarchikí) αισθησιαρχικό (aisthisiarchikó) αισθησιαρχικοί (aisthisiarchikoí) αισθησιαρχικές (aisthisiarchikés) αισθησιαρχικά (aisthisiarchiká)
genitive αισθησιαρχικού (aisthisiarchikoú) αισθησιαρχικής (aisthisiarchikís) αισθησιαρχικού (aisthisiarchikoú) αισθησιαρχικών (aisthisiarchikón) αισθησιαρχικών (aisthisiarchikón) αισθησιαρχικών (aisthisiarchikón)
accusative αισθησιαρχικό (aisthisiarchikó) αισθησιαρχική (aisthisiarchikí) αισθησιαρχικό (aisthisiarchikó) αισθησιαρχικούς (aisthisiarchikoús) αισθησιαρχικές (aisthisiarchikés) αισθησιαρχικά (aisthisiarchiká)
vocative αισθησιαρχικέ (aisthisiarchiké) αισθησιαρχική (aisthisiarchikí) αισθησιαρχικό (aisthisiarchikó) αισθησιαρχικοί (aisthisiarchikoí) αισθησιαρχικές (aisthisiarchikés) αισθησιαρχικά (aisthisiarchiká)

Synonyms

[edit]
[edit]