αιμομίκτρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αιμομίχτρια f (aimomíchtria)
Noun
[edit]αιμομίκτρια • (aimomíktria) f (plural αιμομίκτριες, masculine αιμομίκτης)
Declension
[edit]Declension of αιμομίκτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιμομίκτρια • | αιμομίκτριες • |
genitive | αιμομίκτριας • | αιμομικτριών • |
accusative | αιμομίκτρια • | αιμομίκτριες • |
vocative | αιμομίκτρια • | αιμομίκτριες • |
Related terms
[edit]- see: αιμομιξία f (aimomixía, “incest”)