Jump to content

αιματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αιματικός (aimatikósm (feminine αιματική, neuter αιματικό)

  1. (physiology) haematic (UK), hematic (US)

Declension

[edit]
Declension of αιματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιματικός (aimatikós) αιματική (aimatikí) αιματικό (aimatikó) αιματικοί (aimatikoí) αιματικές (aimatikés) αιματικά (aimatiká)
genitive αιματικού (aimatikoú) αιματικής (aimatikís) αιματικού (aimatikoú) αιματικών (aimatikón) αιματικών (aimatikón) αιματικών (aimatikón)
accusative αιματικό (aimatikó) αιματική (aimatikí) αιματικό (aimatikó) αιματικούς (aimatikoús) αιματικές (aimatikés) αιματικά (aimatiká)
vocative αιματικέ (aimatiké) αιματική (aimatikí) αιματικό (aimatikó) αιματικοί (aimatikoí) αιματικές (aimatikés) αιματικά (aimatiká)
[edit]