Jump to content

αιθιοπικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek Αἰθιοπικός (Aithiopikós). By surface analysis, Αιθιοπία (Aithiopía) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

αιθιοπικός (aithiopikósm (feminine αιθιοπική, neuter αιθιοπικό)

  1. Ethiopian (relating to Ethiopia or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of αιθιοπικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιθιοπικός (aithiopikós) αιθιοπική (aithiopikí) αιθιοπικό (aithiopikó) αιθιοπικοί (aithiopikoí) αιθιοπικές (aithiopikés) αιθιοπικά (aithiopiká)
genitive αιθιοπικού (aithiopikoú) αιθιοπικής (aithiopikís) αιθιοπικού (aithiopikoú) αιθιοπικών (aithiopikón) αιθιοπικών (aithiopikón) αιθιοπικών (aithiopikón)
accusative αιθιοπικό (aithiopikó) αιθιοπική (aithiopikí) αιθιοπικό (aithiopikó) αιθιοπικούς (aithiopikoús) αιθιοπικές (aithiopikés) αιθιοπικά (aithiopiká)
vocative αιθιοπικέ (aithiopiké) αιθιοπική (aithiopikí) αιθιοπικό (aithiopikó) αιθιοπικοί (aithiopikoí) αιθιοπικές (aithiopikés) αιθιοπικά (aithiopiká)
[edit]