Jump to content

αιγυπτιολογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αιγυπτιολογικός (aigyptiologikósm (feminine αιγυπτιολογική, neuter αιγυπτιολογικό)

  1. (archaeology) Egyptological

Declension

[edit]
Declension of αιγυπτιολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιγυπτιολογικός (aigyptiologikós) αιγυπτιολογική (aigyptiologikí) αιγυπτιολογικό (aigyptiologikó) αιγυπτιολογικοί (aigyptiologikoí) αιγυπτιολογικές (aigyptiologikés) αιγυπτιολογικά (aigyptiologiká)
genitive αιγυπτιολογικού (aigyptiologikoú) αιγυπτιολογικής (aigyptiologikís) αιγυπτιολογικού (aigyptiologikoú) αιγυπτιολογικών (aigyptiologikón) αιγυπτιολογικών (aigyptiologikón) αιγυπτιολογικών (aigyptiologikón)
accusative αιγυπτιολογικό (aigyptiologikó) αιγυπτιολογική (aigyptiologikí) αιγυπτιολογικό (aigyptiologikó) αιγυπτιολογικούς (aigyptiologikoús) αιγυπτιολογικές (aigyptiologikés) αιγυπτιολογικά (aigyptiologiká)
vocative αιγυπτιολογικέ (aigyptiologiké) αιγυπτιολογική (aigyptiologikí) αιγυπτιολογικό (aigyptiologikó) αιγυπτιολογικοί (aigyptiologikoí) αιγυπτιολογικές (aigyptiologikés) αιγυπτιολογικά (aigyptiologiká)
[edit]