Jump to content

αιγαιοπελαγίτικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αιγαιοπελαγίτικος (aigaiopelagítikosm (feminine αιγαιοπελαγίτικη, neuter αιγαιοπελαγίτικο)

  1. Aegean (relating to the Aegean Sea or its Bronze Age civilisation)

Declension

[edit]
Declension of αιγαιοπελαγίτικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιγαιοπελαγίτικος (aigaiopelagítikos) αιγαιοπελαγίτικη (aigaiopelagítiki) αιγαιοπελαγίτικο (aigaiopelagítiko) αιγαιοπελαγίτικοι (aigaiopelagítikoi) αιγαιοπελαγίτικες (aigaiopelagítikes) αιγαιοπελαγίτικα (aigaiopelagítika)
genitive αιγαιοπελαγίτικου (aigaiopelagítikou) αιγαιοπελαγίτικης (aigaiopelagítikis) αιγαιοπελαγίτικου (aigaiopelagítikou) αιγαιοπελαγίτικων (aigaiopelagítikon) αιγαιοπελαγίτικων (aigaiopelagítikon) αιγαιοπελαγίτικων (aigaiopelagítikon)
accusative αιγαιοπελαγίτικο (aigaiopelagítiko) αιγαιοπελαγίτικη (aigaiopelagítiki) αιγαιοπελαγίτικο (aigaiopelagítiko) αιγαιοπελαγίτικους (aigaiopelagítikous) αιγαιοπελαγίτικες (aigaiopelagítikes) αιγαιοπελαγίτικα (aigaiopelagítika)
vocative αιγαιοπελαγίτικε (aigaiopelagítike) αιγαιοπελαγίτικη (aigaiopelagítiki) αιγαιοπελαγίτικο (aigaiopelagítiko) αιγαιοπελαγίτικοι (aigaiopelagítikoi) αιγαιοπελαγίτικες (aigaiopelagítikes) αιγαιοπελαγίτικα (aigaiopelagítika)

Synonyms

[edit]
[edit]