Jump to content

αθλητιατρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αθλητιατρικός (athlitiatrikósm (feminine αθλητιατρική, neuter αθλητιατρικό)

  1. (medicine, sports) relating to sports medicine

Declension

[edit]
Declension of αθλητιατρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθλητιατρικός (athlitiatrikós) αθλητιατρική (athlitiatrikí) αθλητιατρικό (athlitiatrikó) αθλητιατρικοί (athlitiatrikoí) αθλητιατρικές (athlitiatrikés) αθλητιατρικά (athlitiatriká)
genitive αθλητιατρικού (athlitiatrikoú) αθλητιατρικής (athlitiatrikís) αθλητιατρικού (athlitiatrikoú) αθλητιατρικών (athlitiatrikón) αθλητιατρικών (athlitiatrikón) αθλητιατρικών (athlitiatrikón)
accusative αθλητιατρικό (athlitiatrikó) αθλητιατρική (athlitiatrikí) αθλητιατρικό (athlitiatrikó) αθλητιατρικούς (athlitiatrikoús) αθλητιατρικές (athlitiatrikés) αθλητιατρικά (athlitiatriká)
vocative αθλητιατρικέ (athlitiatriké) αθλητιατρική (athlitiatrikí) αθλητιατρικό (athlitiatrikó) αθλητιατρικοί (athlitiatrikoí) αθλητιατρικές (athlitiatrikés) αθλητιατρικά (athlitiatriká)
[edit]