Jump to content

αθειάφιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αθειάφιστος (atheiáfistosm (feminine αθειάφιστη, neuter αθειάφιστο)

  1. (horticulture, agriculture) unsprayed, undusted

Declension

[edit]
Declension of αθειάφιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθειάφιστος (atheiáfistos) αθειάφιστη (atheiáfisti) αθειάφιστο (atheiáfisto) αθειάφιστοι (atheiáfistoi) αθειάφιστες (atheiáfistes) αθειάφιστα (atheiáfista)
genitive αθειάφιστου (atheiáfistou) αθειάφιστης (atheiáfistis) αθειάφιστου (atheiáfistou) αθειάφιστων (atheiáfiston) αθειάφιστων (atheiáfiston) αθειάφιστων (atheiáfiston)
accusative αθειάφιστο (atheiáfisto) αθειάφιστη (atheiáfisti) αθειάφιστο (atheiáfisto) αθειάφιστους (atheiáfistous) αθειάφιστες (atheiáfistes) αθειάφιστα (atheiáfista)
vocative αθειάφιστε (atheiáfiste) αθειάφιστη (atheiáfisti) αθειάφιστο (atheiáfisto) αθειάφιστοι (atheiáfistoi) αθειάφιστες (atheiáfistes) αθειάφιστα (atheiáfista)
[edit]