Jump to content

αθέμιτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αθέμιτος (athémitosm (feminine αθέμιτη, neuter αθέμιτο)

  1. against established social custom, immoral, unfair
  2. illegal, unlawful

Declension

[edit]
Declension of αθέμιτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθέμιτος (athémitos) αθέμιτη (athémiti) αθέμιτο (athémito) αθέμιτοι (athémitoi) αθέμιτες (athémites) αθέμιτα (athémita)
genitive αθέμιτου (athémitou) αθέμιτης (athémitis) αθέμιτου (athémitou) αθέμιτων (athémiton) αθέμιτων (athémiton) αθέμιτων (athémiton)
accusative αθέμιτο (athémito) αθέμιτη (athémiti) αθέμιτο (athémito) αθέμιτους (athémitous) αθέμιτες (athémites) αθέμιτα (athémita)
vocative αθέμιτε (athémite) αθέμιτη (athémiti) αθέμιτο (athémito) αθέμιτοι (athémitoi) αθέμιτες (athémites) αθέμιτα (athémita)