Jump to content

αθέατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αθέατος (athéatosm (feminine αθέατη, neuter αθέατο)

  1. invisible, out of sight, secret, unseen
    η αθέατη πλευρά της Σελήνης (the unseen side of the moon)

Declension

[edit]
Declension of αθέατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθέατος (athéatos) αθέατη (athéati) αθέατο (athéato) αθέατοι (athéatoi) αθέατες (athéates) αθέατα (athéata)
genitive αθέατου (athéatou) αθέατης (athéatis) αθέατου (athéatou) αθέατων (athéaton) αθέατων (athéaton) αθέατων (athéaton)
accusative αθέατο (athéato) αθέατη (athéati) αθέατο (athéato) αθέατους (athéatous) αθέατες (athéates) αθέατα (athéata)
vocative αθέατε (athéate) αθέατη (athéati) αθέατο (athéato) αθέατοι (athéatoi) αθέατες (athéates) αθέατα (athéata)
[edit]