Jump to content

αζωτούχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αζωτούχος (azotoúchosm (feminine αζωτούζος, neuter αζωτούζο)

  1. nitrogenous

Declension

[edit]
Declension of αζωτούχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αζωτούχος (azotoúchos) αζωτούχος (azotoúchos)
αζωτούχα (azotoúcha)
αζωτούχο (azotoúcho) αζωτούχοι (azotoúchoi) αζωτούχοι (azotoúchoi)
αζωτούχες (azotoúches)
αζωτούχα (azotoúcha)
genitive αζωτούχου (azotoúchou) αζωτούχου (azotoúchou)
αζωτούχας (azotoúchas)
αζωτούχου (azotoúchou) αζωτούχων (azotoúchon) αζωτούχων (azotoúchon) αζωτούχων (azotoúchon)
accusative αζωτούχο (azotoúcho) αζωτούχο (azotoúcho)
αζωτούχα (azotoúcha)
αζωτούχο (azotoúcho) αζωτούχους (azotoúchous) αζωτούχους (azotoúchous)
αζωτούχες (azotoúches)
αζωτούχα (azotoúcha)
vocative αζωτούχε (azotoúche) αζωτούχε (azotoúche)
αζωτούχα (azotoúcha)
αζωτούχο (azotoúcho) αζωτούχοι (azotoúchoi) αζωτούχοι (azotoúchoi)
αζωτούχες (azotoúches)
αζωτούχα (azotoúcha)