Jump to content

αζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αζωικός (azoïkósm (feminine αζωική, neuter αζωικό)

  1. (geology) azoic

Declension

[edit]
Declension of αζωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αζωικός (azoïkós) αζωική (azoïkí) αζωικό (azoïkó) αζωικοί (azoïkoí) αζωικές (azoïkés) αζωικά (azoïká)
genitive αζωικού (azoïkoú) αζωικής (azoïkís) αζωικού (azoïkoú) αζωικών (azoïkón) αζωικών (azoïkón) αζωικών (azoïkón)
accusative αζωικό (azoïkó) αζωική (azoïkí) αζωικό (azoïkó) αζωικούς (azoïkoús) αζωικές (azoïkés) αζωικά (azoïká)
vocative αζωικέ (azoïké) αζωική (azoïkí) αζωικό (azoïkó) αζωικοί (azoïkoí) αζωικές (azoïkés) αζωικά (azoïká)