Jump to content

αζημίωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αζημίωτος (azimíotosm (feminine αζημίωτη, neuter αζημίωτο)

  1. without loss, lossless

Declension

[edit]
Declension of αζημίωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αζημίωτος (azimíotos) αζημίωτη (azimíoti) αζημίωτο (azimíoto) αζημίωτοι (azimíotoi) αζημίωτες (azimíotes) αζημίωτα (azimíota)
genitive αζημίωτου (azimíotou) αζημίωτης (azimíotis) αζημίωτου (azimíotou) αζημίωτων (azimíoton) αζημίωτων (azimíoton) αζημίωτων (azimíoton)
accusative αζημίωτο (azimíoto) αζημίωτη (azimíoti) αζημίωτο (azimíoto) αζημίωτους (azimíotous) αζημίωτες (azimíotes) αζημίωτα (azimíota)
vocative αζημίωτε (azimíote) αζημίωτη (azimíoti) αζημίωτο (azimíoto) αζημίωτοι (azimíotoi) αζημίωτες (azimíotes) αζημίωτα (azimíota)
[edit]