Jump to content

αζευγάριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αζευγάριστος (azevgáristosm (feminine αζευγάρωτη, neuter αζευγάρωτο)

  1. unploughed (UK), unplowed (US)
  2. unpaired, uncoupled, unyoked

Declension

[edit]
Declension of αζευγάριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αζευγάριστος (azevgáristos) αζευγάριστη (azevgáristi) αζευγάριστο (azevgáristo) αζευγάριστοι (azevgáristoi) αζευγάριστες (azevgáristes) αζευγάριστα (azevgárista)
genitive αζευγάριστου (azevgáristou) αζευγάριστης (azevgáristis) αζευγάριστου (azevgáristou) αζευγάριστων (azevgáriston) αζευγάριστων (azevgáriston) αζευγάριστων (azevgáriston)
accusative αζευγάριστο (azevgáristo) αζευγάριστη (azevgáristi) αζευγάριστο (azevgáristo) αζευγάριστους (azevgáristous) αζευγάριστες (azevgáristes) αζευγάριστα (azevgárista)
vocative αζευγάριστε (azevgáriste) αζευγάριστη (azevgáristi) αζευγάριστο (azevgáristo) αζευγάριστοι (azevgáristoi) αζευγάριστες (azevgáristes) αζευγάριστα (azevgárista)

Synonyms

[edit]