Jump to content

αερόψυκτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αερόψυκτος (aerópsyktosm (feminine αερόψυκτη, neuter αερόψυκτο)

  1. (engineeering, automotive) air-cooled

Declension

[edit]
Declension of αερόψυκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αερόψυκτος (aerópsyktos) αερόψυκτη (aerópsykti) αερόψυκτο (aerópsykto) αερόψυκτοι (aerópsyktoi) αερόψυκτες (aerópsyktes) αερόψυκτα (aerópsykta)
genitive αερόψυκτου (aerópsyktou) αερόψυκτης (aerópsyktis) αερόψυκτου (aerópsyktou) αερόψυκτων (aerópsykton) αερόψυκτων (aerópsykton) αερόψυκτων (aerópsykton)
accusative αερόψυκτο (aerópsykto) αερόψυκτη (aerópsykti) αερόψυκτο (aerópsykto) αερόψυκτους (aerópsyktous) αερόψυκτες (aerópsyktes) αερόψυκτα (aerópsykta)
vocative αερόψυκτε (aerópsykte) αερόψυκτη (aerópsykti) αερόψυκτο (aerópsykto) αερόψυκτοι (aerópsyktoi) αερόψυκτες (aerópsyktes) αερόψυκτα (aerópsykta)
[edit]